- λινοφρύνη
- (Linophryne). Γένος ακανθοπτερυγίων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των κερατιιδών. Πρόκειται για μικρά ψάρια της αβύσσου, με πεπιεσμένο σώμα, μικρά μάτια, σχεδόν κατακόρυφο στόμα και μεγάλα και μυτερά δόντια. Φέρουν μερικές σκληρές άκανθες στο ραχιαίο πτερύγιο, στο ουραίο και στα ζυγά πτερύγια. Το είδος Linophryne arborifera έχει αναπτύξει την πρώτη ραχιαία ακτίνα σε μακρύ ρινικό τμήμα με διάφορα σχήματα (τρίαινα, ρόπαλο κ.ά.), ενώ κάτω από τη γνάθο του κρέμονται ινίδια που εκπέμπουν βιοφωταύγεια προσελκύοντας τη λεία του. Τα αρσενικά, δύο ή τρεις φορές μικρότερα από τα θηλυκά, ζουν όλη τους τη ζωή παρασιτικά πάνω στα τελευταία, διεισδύοντας με τα χείλη και τη γλώσσα τους στους ιστούς των θηλυκών. Όλα τα όργανα των αρσενικών εκφυλίζονται σταδιακά και τα μόνα τέλεια όργανα που τους απομένουν είναι τα γεννητικά, από τα οποία την εποχή της ωοτοκίας εκκρίνεται το γονιμοποιητικό υγρό πάνω στα αβγά.
* * *ηζωολ. γένος τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας ceratiidae.
Dictionary of Greek. 2013.